Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για οποιονδήποτε θεωρητικό της τέχνης είναι να επιχειρήσει μία κριτική παρουσίαση για τη δουλειά ενός νέου καλλιτέχνη, πασχίζοντας να διακρίνει πέρα από τις προφανείς επιδράσεις του ποιές είναι οι θεμελιακές αισθητικές παράμετροι της δημιουργίας του, η πίστη του σ’ αυτές κι η συνέπειά του προς τις αρχές της και κυρίως ποιά είναι η προθετικότητα που αιτολογικά οδηγεί στο τελικό αποτέλεσμα. Κατ’ εμάς, καθήκον του κάθε θεωρητικού είναι να εμβαθύνει πραγματικά και με μέθοδο ολιστική –κι  όχι βασιζόμενος σε περιστασιολογικές, μορφολογικές συγγένειες—στο έργο του καλλιτέχνη, να ζυγίσει τα βάσιμα στοιχεία της τεχνοτροπίας και τα αξιόλογα μηνύματα της πρόθεσής του, να εντοπίσει τα τεκμήρια μίας ελπιδοφόρας πορείας του στο μέλλον.
Και τούτο γιατί κάθε νέος καλλιτέχνης, όποια κι εάν είναι η εμπαθητική του σχέση με το αγαπητό του πρότυπο, στο σώμα της δουλειάς του εμφέρει νέα ειδολογικά στοιχεία, τα οποία εμπλουτίζουν την αρχική κι αναπόφευκτη πρόθεση να προσεγγίσει το εικαστικό λεξιλόγιο κάποιου άλλου κι αποτελούν την ιδιαίτερη φύτρα στην πορεία του για την κατάκτηση της δικής του προσωπικής τεχνοτροπίας. Το ευεργετικό για τη μετέπειτα πορεία του μπόλιασμα τούτο, το νέο στοιχείο που όπως τόνιζε κι ο Ch. Perrault στην περίφημη QuerelledesAnciensetdesModernes  προσθέτει πάντοτε η κατοπινή γενεά στην προτεραία,  είναι εκείνο το σημαντικό στοιχείο που πρέπει ν’ αποκαλύπτεται και ν’ αναδεικνύεται στο έργο ενός νεώτερου καλλιτέχνη.
Η δουλειά του Νίκου Λαγού πιστεύουμε πως είναι ένα από τούτα τα παραδείγματα. Χωρίς κομπορρημοσύνες, ο νέος τούτος καλλιτέχνης πασχίζει με συνέπεια ν’ ανακαλύψει το προσωπικό του εκφραστικό ιδίωμα, χωρίς ν’ αρνείται τις προτιμήσεις του. Απεναντίας, χρησιμοποιώντας τες ωσάν καθαρά τεχνοτροπικό σημείο αναφοράς, απλώνει την έρευνά του σ’ έναν πλατύτερο ορίζοντα απ’ ότι οι καλλιτέχνες που επέδρασαν πάνω της, κι ενώ πατά το πόδι του στο πλατύσκαλο που εκείνοι εγκαθίδρυσαν, στρέφει το βλέμμα του ψηλώτερα, γυρεύοντας να επεκτείνει την προβληματική της τεχνοτροπίας τους σ’ έναν ανώτερο αναβαθμό.
Στην περίπτωση του Ν. Λαγού τούτο είναι φανερό στην επιλογή της θεματολογίας του: η εικόνα της πραγματικότητας που ο νέος καλλιτέχνης θέλει να παρουσιάσει, αυτή η καθημερινότητα που βιώνει εκείνος σήμερα, εκείνες οι (ανα) παραστάσεις του κόσμου, τις οποίες πασχίζει να επισημάνει αδρομερώς μές από την τέχνη του, αποτελείται από διαφορετικά στοιχεία και διακονείται από διαμετρικές αντιλήψεις από εκείνες που εμφορείτο  ακόμη κι η αμέσως  προηγούμενη γενιά του. Κι άλλωστε, η πρόθεσή του δεν είναι η ίδια με τις επιδιώξεις εκείνης.’ Το μέλημα του Ν. Λαγού δεν είναι ν’ αποτυπώσει μία πραγματικότητα, αλλά να διερευνήσει ποιά είναι στην ουσία τ’ αρχέτυπα της καθημερινής εμπειρίας, οι αρχέγονες, ή νεώτερες, αλλά σε κάθε περίπτωση επίκτητες και κατασκευασμένες εικόνες, έννοιες, ή αξίες, τα εργαλεία εν ενί λόγω με τα οποία το ανθρώπινο γένος κατασκεύασε την τόσο απαραίτητη για την ύπαρξή του και την κατηγοριακή σημασία του νοητική σφαίρα του βίου του.
Ο Ν. Λαγός επικεντρώνει το ενδιαφέρον του μ’ εταστική διάθεση στην αισθητική κι εμμέσως γνωσιολογική θεμελίωση της εξαντικειμευμένης πραγματικότητας του καθημερινού ανθρώπου. Δεν είναι τυχαίο που βασικά στοιχεία του εικαστικού λεξιλογίου του αποτελούν εικόνες –πρότυπα, που μέσα από την πολυπροβολή τους και την εκτεταμένη χρήση τους—μέσα από πολλαπλά «γλωσσικά παίγνια» και αλλεπάλληλες σημασιολογικές επιστρωματώσεις—γίνονται τόσο τετριμμένες και προφανείς, που πλέον έχουν απωλέσει την συμβολική και συχνά αποτρόπαια σημασία τους, αλλά κι η ίδια η γλώσσα, η γραφή, ως μηχανισμός παραγωγής νοήματος κι ως κώδικας αναπαραγωγής σημασιών, δηλ. ως ένα διττό φαινόμενο αναπαράστασης του αισθητηριακά νοητού κόσμου κι αλλοίωσής του μες από νοητικές κι ιδεολογικές διαδικασίες.
Ο Ν. Λαγός ευθαρσώς θέτει εν αμφιβόλω την όποια ολιστική και τελεσίδικη απόφανσή μας για την πραγματικότητα, ακόμη και μέσα από τους πίνακές του μας παρακινεί να μην σταθούμε στην αντικειμενική σημασία των εικόνων, ή των γραμμάτων του αλφαβήτου, στην picture theory του κώδικα επικοινωνίας στη ζωή μας, για να παραφράσουμε και τον πρώιμο Wittgenstein του Tractatus. Ο σημασιολογικός κώδικας, τόσο της αναπαράστασης, όσο και της γραφής (που επίσης αποτελεί μία αναπαραστατική φιλοδοξία της γλώσσας και της φωνητικής έκφρασης), δεν είναι η τιθασευμένη, γραμματικά και συντακτικά, από τους επίσημους εικαστικούς και (γνωσιο)λογικούς κανόνες και τις γραμματικές, έκφραση της καθημερινότητας που μας προτείνεται. Απεναντίας, ο Ν. Λαγός (θυμίζοντας λίγο την θεωρία του W.V.O. Quine στοWordandObject) αποτολμά τον θρυμματισμό αυτής της καθημερινής εμπειρίας, όπως έχει την τάση να την αντιλαμβάνεται το μυαλό μας, ως ένα σύνολο από αντικείμενα, και τούτο για τον λόγο ότι έχουμε την κλίση να δίνουμε ονόματα σε όσα βλέπουμε κι αισθανόμαστε. Έχοντας εμπιστοσύνη στον, ανάλογο κατά κάποιον τρόπο, κατακερματισμό της εμπειρίας μέσα από το καθημερινό βίωμα του Schock –Erlebnis, όπως όριζε ο W. Benjamin, ο Λαγός κατορθώνει να επισημάνει πως μέσα στον κόσμο μας το βίωμα του καθενός είναι όπως κι η ‘προσωπική γλώσσα’ για τον Wittgenstein: ναι μεν μένει κάτι προσωπικό, αλλά συνάμα, αρθρωμένο με τα πρότυπα (και τ’ αρχέτυπα) του γενικώτερου κώδικα που έχει αναπτύξει το ανθρώπινο γένος κι εκπεφρασμένο αναγκαστικά μέσα στο υπάρχον κοινωνικό πλαίσιο, το βίωμα κι η έκφρασή του παραμένουν εγκλωβισμένα μέσα στο γνωστικό κι αισθητικό πεδίο της καθημερινότητας. Μιάς καθημερινότητας, που μας επιβάλλουν οι άλλοι, αλλά που στις ημέρες μας εναπόκειται μόνον στην τέχνη να επισημάνει έμπρακτα και πέρα από βαρύγδουπες ιερεμιάδες της πολιτικής και κοινωνικής υποκρισίας.

Γιώργης-Βύρων  Δάβος
Θεωρητικός της Αισθητικής